μυριοστῶς

μυριοστῶς
μῡριοστῶς , μυριοστός
th
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυριοστός — ή, ὁ (ΑΜ μυριοστός, ή, όν) 1. αυτός που σε μιαν αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό δέκα χιλιάδες, ο δεκακισχιλιοστός («οὐδ ἂν χιλιοστός, ἴσως δ οὐδ ἂν μυριοστός», Ξεν.) 2. αυτός που είναι δέκα χιλιάδες φορές (ή πάρα πολύ) μικρότερος ως προς το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”